ανάπηρο

ανάπηρο
онеcпоcобено

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναπηρώ — ( όω) (Α ἀναπηροῡμαι, όομαι) μέσ. 1. γίνομαι (ή είμαι στα αρχ.) ανάπηρος*, σακατεύομαι 2. έχω ή αποκτώ πνευματική ή ψυχική ατέλεια, ελαττωματικότητα (νεοελλ. ενεργ. κάνω κάποιον ανάπηρο, σακατεύω, ακρωτηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπηρος. ΠΑΡ. νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • αποπλήσσω — ἀποπλήσσω κ. ττω (AM) μσν. χτυπώ δυνατά αρχ. Ι. παραλύω, καθιστώ κάποιον ανάπηρο στο σώμα ή στον νου II. ( ομαι) 1. εκπλήσσομαι, τα χάνω 2. απωθώ …   Dictionary of Greek

  • αρτέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μηχανικός από τις Κλαζομενές (5ος αι. π.Χ.). Σύγχρονος του Περικλή, τον ακολούθησε στην εκστρατεία της Σάμου, όπου ανακάλυψε και εφάρμοσε πολλά είδη πολιορκητικών μηχανών. Τον έλεγαν περιφόρητον, γιατί παρίστανε τον …   Dictionary of Greek

  • γυιώ — γυιῶ ( όω) (Α) 1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο 2. εξασθενώ, βλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑον ή, κατ άλλους, < (σύνθ.) απογυιώ («εξασθενώ, αδυνατίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ζουγλαίνω — (Μ ζουγλαίνω) [ζουγλός] 1. κάνω κάποιον ανάπηρο τραυματίζοντας τον στα άκρα 2. γίνομαι ανάπηρος, παραλύω …   Dictionary of Greek

  • κουλαίνω — και κουλλαίνω [κουλός] 1. κάνω κάποιον κουλό, ανάπηρο στα χέρια («κουλάθηκε στον πόλεμο») 2. χτυπώ το χέρι κάποιου και τόν κάνω να παραλύσει από τον πόνο («τού έριξε το βιβλίο πάνω στο χέρι και τόν κούλανε») …   Dictionary of Greek

  • μισερώνω — [μισερός] καθιστώ κάποιον μισερό, ανάπηρο, σακατεύω, αλλ. μισερεύω …   Dictionary of Greek

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

  • σακατεύω — Ν [σακάτης] 1. καθιστώ κάποιον σακάτη, ανάπηρο, τού προκαλώ σοβαρή ή και ανεπανόρθωτη σωματική βλάβη 2. συνεκδ. α) χτυπώ, τραυματίζω κάποιον σοβαρά β) μτφ. καταπονώ, ταλαιπωρώ, εξαντλώ («με σακάτεψε στο κουβάλημα») 3. φρ. α) «τόν σακάτεψε στο… …   Dictionary of Greek

  • σημαδεύω — ΝΜΑ [σημάδι(ον)] νεοελλ. 1. τοποθετώ διακριτικό σημάδι για αναγνώριση ή υπενθύμιση, επισημαίνω (α. «σημάδεψα τον δρόμο» β. «σημαδεύω πού θα φυτευθούν τα δέντρα») 2. στρέφω το όπλο ή οτιδήποτε άλλο προς έναν στόχο, σκοπεύω («σημάδεψέ με στην… …   Dictionary of Greek

  • χωλώ — (I) άω, Α [χωλός] είμαι ή γίνομαι χωλός, κουτσός. (II) έω, Μ [χωλός] χωλαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά («ὁ ἵππος μου ἐκ τῆς πληγῆς ἐχώλει», Διγεν. Ακρ.). (III) όω, ΜΑ [χωλός] (μέσ. και παθ.) χωλοῡμαι, όομαι είμαι χωλός, κουτσός αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”